φούντωση

φούντωση
η
το φούντωμα (βλ. λ.): Μία φούντωση μια φλόγα έχω μέσα στην καρδιά (λαϊκό τραγούδι).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φούντωση — η, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. το φούντωμα 2. μτφ. έξαψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”